- ἀποκλείσω
- ἀποκλείωshut off fromaor subj act 1st sgἀποκλείωshut off fromfut ind act 1st sgἀποκλείωshut off fromaor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εγκιβωτίζω — 1. κλείνω μέσα σε κιβώτιο, αμπαλλάρω 2. κατασκευάζω στεγανό περίφραγμα για να αποκλείσω το νερό ώστε να θεμελιωθεί έργο, κασονάρω … Dictionary of Greek